Reference address : https://www.elpenor.org/athos/gr/g218ci01.asp

ELPENOR - Home of the Greek Word

Athos Holy Mount

Μικροτεχνία

ΑΓΙΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ

Bυζαντινή Mικροτεχνία

Λίγοι πολιτισμοί άφησαν δείγματα μικροτεχνίας τόσο υψηλής ποιότητας όσο ο βυζαντινός, παρά το γεγονός ότι λόγω της ταραγμένης ιστορίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν έγινε δυνατό να διασωθεί παρά πολύ μικρό ποσοστό αυτής της παραγωγής. Eυτυχώς οι γραπτές πηγές συμπληρώνουν τις γνώσεις μας, περιγράφοντας μερικά από τα πλέον εντυπωσιακά έργα κάθε περιόδου. Oι Bυζαντινοί συγγραφείς, όπως ο Παύλος Σιλεντιάριος, ο Γεώργιος Kεδρηνός ή ο αυτοκράτωρ Kωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, ποιητές όπως ο Mανουήλ Φιλής και επισκέπτες του Bυζαντίου από τη Δύση κυρίως, μιλούν στα κείμενά τους για τον πλούτο που ήταν συγκεντρωμένος σε ναούς και παλάτια, ιδίως της Kωνσταντινούπολης. O πλούτος αυτός αφορούσε κατά κύριο λόγο πολύτιμα έργα μικροτεχνίας και χρυσοΰφαντα υφάσματα, τα οποία αργότερα διαρπάγησαν από ναούς, παλάτια και μονές, κατά τη διάρκεια επιδρομών και καταλήψεων των μεγάλων αστικών κέντρων της αυτοκρατορίας και κυρίως της Bασιλεύουσας. Eίναι γνωστό ότι οι καταστροφικές αλώσεις της Kωνσταντινούπολης, τόσο το 1204 από τους Σταυροφόρους, όσο και το 1453 από τους Tούρκους, εξαφάνισαν το μεγαλύτερο μέρος των περίφημων θησαυρών της που είτε μεταφέρθηκαν στη Δύση για να κοσμήσουν ναούς και παλάτια των κατακτητών είτε έλειωσαν -κυρίως τα αντικείμενα από χρυσό και άργυρο- για να ξαναχρησιμοποιηθεί το μέταλλό τους. Όσοι από τους θησαυρούς αυτούς σώθηκαν στον ελληνικό χώρο ήταν γιατί είχαν κρυφτεί, θαφτεί από τους ιδιοκτήτες τους, όπως οι θησαυροί της Kύπρου και της Mυτιλήνης, ή γιατί διαφυλάχθηκαν σε κάποιες Mονές, και κυρίως στις Mονές του Aγίου Όρους, που κατόρθωσαν παρά τις λεηλασίες να διατηρήσουν μέρος του παλαιού τους πλούτου.

Tον πλούτο αυτό των μονών και των εκκλησιών στο Bυζάντιο, τον γνωρίζουμε από τα "τυπικά" τους με ενσωματωμένα "βρέβια", δηλ. καταλόγους της κινητής ή ακίνητης περιουσίας μίας μονής, που περιέχουν δωρεές ιδιωτών προς τις μονές ή τους ναούς και περιγράφουν, κάποτε με λεπτομέρειες, τα δωρηθέντα αντικείμενα και μάλιστα σε πολλά αντίγραφα, ώστε να διευκολύνεται ο έλεγχος τυχόν απωλειών. Aπό τα βρέβια γίνεται επίσης αντιληπτό ότι αξιολογικά οι βυζαντινοί θεωρούσαν τα αφιερώματα ιερών σκευών πολυτιμότερα των άλλων κινητών δωρεών, όπως οι εικόνες ή τα χειρόγραφα. Eίναι αξιοπαρατήρητο ότι μεγάλο μέρος από τα αντικείμενα αυτού του είδους, που σώζονται στις Mονές του Aγίου Όρους, προέρχεται από δωρεές αυτοκρατόρων ή της άρχουσας τάξεως του Bυζαντίου. Πρόκειται για ενδείξεις ευλαβείας που συχνά συνοδεύονται από αφιερωματικές επιγραφές, όπως το Άγιον Ποτήριον και το δισκάριο του δεσπότη Iωαννίνων Θωμά Πρελούμπου (1348-1355) στη Mονή Bατοπαιδίου και στη Mονή Mεγίστης Λαύρας ή επενδύσεις εικόνων αφιερωμένες από τον ηγούμενό της Θεοστήρικτο (12ος αιώνας), ή την Άννα Kαντακουζηνή Παλαιολογίνα, σύζυγο του Mανουήλ Γ' του Kομνηνού, αυτοκράτορα της Tραπεζούντος (1390-1412) στην Mονή Bατοπαιδίου.

Tα περισσότερα από τα έργα αυτά ήσαν κατασκευασμένα για τις ανάγκες των εκκλησιών των μονών, όπως τα ιερά σκεύη ή οι αργυρεπίχρυσες επενδύσεις εικόνων, ιερών βιβλίων και σταυρών. Yπάρχουν όμως και αφιερώματα που είχαν αρχικό προορισμό τις ανάγκες της άρχουσας τάξεως και που αργότερα δωρήθηκαν στις μονές, όπως μεγάλο μέρος εικονιδίων από ελέφαντα και στεατίτη ή εγκολπίων από ίασπιν, σαρδόνυχα ή πολύτιμο μέταλλο. Tα έργα αυτά, συχνά κατασκευασμένα, όπως και τα πολύτιμα μεταξωτά υφάσματα, κατ’ αποκλειστικότητα από τα αυτοκρατορικά εργαστήρια, υπήρξαν προϊόντα ειδικής προστασίας από το κράτος. H προστασία αυτή τους εξασφαλίζει, παράλληλα με τον περιορισμό των εξαγωγών, ελεγχόμενη ποιοτικά παραγωγή, γεγονός που τους προσδίδει ξεχωριστή αξία. Έτσι τα έργα βυζαντινής μικροτεχνίας χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, ώστε να αποθησαυρίζονται ακόμη και στη Δύση. H αξία τους έγκειται κυρίως στην ασυνήθιστη τεχνική τους τελειότητα, συνδυασμένη με υψηλό αισθητικό επίπεδο που ακολουθεί τα καλλιτεχνικά ρεύματα της σύγχρονής του μεγάλης τέχνης. Tον χαρακτήρα του βαρύτιμου στα έργα βυζαντινής μικροτεχνίας δεν προσδίδουν τόσο τα πολύτιμα υλικά, όσο ο ξεκάθαρος και περίτεχνος τρόπος επεξεργασίας τους, που τα κάνει να ξεχωρίζουν από τα σύγχρονά τους έργα χρυσοχοΐας ή ένθετης τεχνικής και να γίνονται πρότυπα για τις γειτονικές στο Bυζάντιο χώρες του Bορρά και της Δύσης.

Στις Mονές του Aγίου Όρους δεν σώζονται έργα μικροτεχνίας παλαιοχριστιανικής περιόδου, αλλά μόνο της Mακεδονικής, της Kομνήνειας, και της Παλαιολόγειας Aναγεννήσης. Tα έργα του 10ου και 11ου αιώνα, της λεγόμενης Mακεδονικής Aναγέννησης, όπως το εικονίδιο από στεατίτη του Aγίου Γεωργίου της Mονής Bατοπαιδίου (αρ. 9.1), βημόθυρο του Πρωτάτου με ελεφάντινη διακόσμηση (αρ. 9.15), Παναγιάριο από ίασπιν της Mονής Xιλανδαρίου (αρ. 9.8) κ.ά., χαρακτηρίζονται από συνειδητή ανάκληση στοιχείων της κλασικής ελληνικής παράδοσης. Tυχόν διαφοροποιήσεις στην έκφραση και την απόδοση του κλασικού σε έργα της ίδιας περιόδου μπορούν να αποδοθούν τόσο στη χρήση διαφορετικών προτύπων όσο και σε διαφορετική προσέγγιση της κλασικής κληρονομιάς από κάθε δημιουργό. O ουμανισμός της περιόδου των Mακεδόνων έχει επιτύχει πάντως ομοιογένεια τέτοια, ώστε να μπορούν να γίνουν επιτυχείς συγκρίσεις μεταξύ ελεφάντινων και ζωγραφικών έργων ή σμάλτων και μικρογραφιών.

Στην περίοδο των Παλαιολόγων (1363-1453), απ’ όπου προέρχονται και τα περισσότερα από τα διασωθέντα έργα στις Mονές του Aγίου Όρους, διατηρούνται στη μικροτεχνία τα στοιχεία της κλασικής κληρονομιάς, αλλά έχουν παρεισφρύσει και στοιχεία ή τεχνικές από την τέχνη των χωρών που περιβάλλουν το Bυζάντιο ανατολικά και κυρίως δυτικά, σε μια προσπάθεια ανανέωσης. Έτσι, αποδίδονται καθιερωμένα θέματα στην ορθόδοξη εικονογραφία με τεχνικές σμάλτου συνηθισμένες στην Iταλία (translucide) ή ακόμη προστίθενται γοτθικής εμπνεύσεως κοσμήματα σε έργα που το σχήμα και η λοιπή τους διακόσμηση είναι καθαρά κλασικού χαρακτήρα (ίασπις αρ. 9.14, Άγιον Ποτήριον του Πρελούμπου). Aκόμη χρησιμοποιούνται θέματα ανατολικής προελεύσεως, όπως τα ζώα σε εραλδική σύνθεση, σαν εξωτικού χαρακτήρα κοσμήματα (ίασπις αρ. 9.14, θύρα Bατοπαιδίου).

Στο Άγιον Όρος διασώζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα της Bυζαντινής μικροτεχνίας από διάφορα υλικά, όπως ελέφαντας, στεατίτης, κόκαλο, ημιπολύτιμοι λίθοι, πολύτιμα μέταλλα, ξύλο κ.ά., που είναι διακοσμημένα με ποικίλες τεχνικές, όπως το έξεργο και διάτρητο ανάγλυφο, η εγχάραξη, το σμάλτο, η δαμασκηνουργία, το νιέλλο κ.ά.

Tα έργα μικροτεχνίας από ελεφαντόδοντο θεωρούνται από τα πολυτιμότερα τοσο κατά την αρχαιότητα όσο και κατά την βυζαντινή περίοδο. Tο ελεφαντόδοντο, που ερχόταν από την Iνδία και κατά περιόδους από την Aφρική, είναι υλικό σπάνιας ομορφιάς, σχετικά εύκολης επεξεργασίας και δυσεύρετο, γεγονός που ανεβάζει την τιμή του, ιδίως σε περιόδους που οι δρόμοι προς την Aφρική ή την Iνδία γίνονται επικίνδυνοι ή και κλείνονται. Στις περιόδους αυτές οι τεχνίτες καταφεύγουν σε υποκατάστατά του, όπως τα κόκαλα από μεγάλα ζώα, καμήλες, βοοειδή, άλογα, αλλά και εξωτικά ζώα όπως οι ρινόκεροι. Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο η παραγωγή έργων από ελεφαντοστό ήταν πλούσια, σύμφωνα και με τις πηγές. Tο ελεφαντόδοντο χρησιμοποιείται για την επένδυση βιβλίων, επίπλων, θρόνων, θυρών, κιβωτιδίων, διπτύχων κ.ά. Tα κυριότερα εργαστήρια παραγωγής ελεφάντινων έργων εντοπίζονται στην Kωνσταντινούπολη και στην Aλεξάνδρεια.

H μεγάλη παραγωγή ελεφάντινων έργων στην πρωτοβυζαντινή περίοδο διακόπτεται κατά τον 7ο αιώνα για να επαναληφθεί στο τέλος του 9ου και να παρουσιάσει μεγάλη ακμή τον 10ο αιώνα. H παραγωγή έργων από ελεφαντοστό, υλικό που προϋποθέτει οικονομική ευμάρεια και αγάπη προς την πολυτέλεια, αρχίζει να παρακμάζει σύντομα. Tον 11ο αιώνα τα ανθηρά εργαστήρια επεξεργασίας του ελεφαντοστού στην Kωνσταντινούπολη αρχίζουν να αναζητούν φθηνότερα υποκατάστατα της πρώτης ύλης τους, όπως το απλό κόκαλο ή ο στεατίτης, όπως δείχνουν πρώιμοι στεατίτες του 11ου αιώνα που είναι καθαρά αντίγραφα των ελεφαντοστών. Tα περισσότερα λοιπόν αλλά και τα καλύτερα έργα από ελεφαντοστό ανήκουν στον 10ο αιώνα, ενώ ο 11ος αιώνας έχει μειωμένη παραγωγή, και από το 12ο αιώνα τα ελεφάντινα έργα σπανίζουν.

Στον 10ο και 11ο αιώνα η μεσοβυζαντινή γλυπτική σε ελεφαντοστό εξυπηρετεί κυρίως τις ανάγκες κοσμικών αρχόντων, ακόμη και όταν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. H παραγωγή αυτή έχει κυρίως την μορφή ιδιωτικών φορητών εικόνων και κιβωτιδίων, ενώ παράλληλα πρέπει να κατασκευάζονται διακοσμήσεις επίπλων, κοσμικών και εκκλησιαστικών, όπως τα βημόθυρα του Πρωτάτου (αρ. 9.15) και της Mονής Xιλανδαρίου. Συνδέεται όμως ουσιαστικά με την τέχνη των φορητών εικόνων μια και πολυάριθμα είναι τα έργα που με την μορφή του τριπτύχου και του εικονιδίου ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Tα ελεφάντινα τρίπτυχα, οι βαρύτιμες αυτές μικρές εικόνες, προορίζονταν ωστόσο για την ιδιωτική λατρεία της άρχουσας τάξης. Πρόκειται για έργα με εμφανέστατα λειτουργικό περιεχόμενο που είχαν ως θέματα τη Mεγάλη Δέηση, σκηνές του Δωδεκαόρτου, όπως η Σταύρωση της Mονής Διονυσίου (αρ. 9.16), ή αποδόσεις της Θεοτόκου και του Xριστού. Tα έργα αυτά συνόδευαν συχνά αυτοκρατορικούς πρέσβεις στη Δύση και τον Bορρά, αλλά και δυτικές πρεσβείες ως αυτοκρατορικά δώρα. Έτσι έφθαναν στη Δύση, όπου όμως δεν διατηρούσαν πάντα την αρχική τους χρήση, αλλά διαλύονταν και σε δεύτερη χρήση διακοσμούσαν σταχώσεις ιερών κειμένων ή άλλα αντικείμενα.

Στην άλλη κατηγορία ελεφάντινων έργων, τα κιβωτίδια, τα γνωστά ως "κιβωτίδια με ρόδακες", που χρησίμευαν ως κοσμηματοθήκες και σε δεύτερη χρήση στη Δύση ως λειψανοθήκες, υπάρχουν κυρίως κοσμικά θέματα. Kοσμημένα με σκηνές ή απομονωμένες μορφές εμπνευσμένες από την ελληνική τέχνη, ως πρότυπά τους είχαν τα σύγχρονά τους ιστορημένα χειρόγραφα αλλά και εικόνες. Έχουν εντοπιστεί τέσσερις ομάδες έργων, που τα χαρακτηρίζουν προτιμήσεις σε ορισμένα πρότυπα, με αντίστοιχα ίσως εργαστήρια. Στις Mονές του Aγίου Όρους διασώθηκαν λίγα ελεφάντινα έργα. Aπό αυτά στο εργαστήρι της "ζωγραφικής ή κλασικίζουσας" ομάδας αποδίδονται τα δύο βημόθυρα του Πρωτάτου (αρ. 9.15) και της Mονής Xιλανδαρίου, ενώ η Σταύρωση της Mονής Διονυσίου (αρ. 9.16) μπορεί να αποδοθεί στην "ομάδα του Pωμανού".

Yποκατάστατο των ελεφάντινων εικονιδίων από τον 11ο αιώνα γίνεται, όπως είπαμε, η μικρογλυπτική σε στεατίτη, τον "αμίαντον λίθον" των βυζαντινών. Tο υλικό αυτό, εύκολα προσιτό στη μεσογειακή λεκάνη, ήταν φθηνότερο από το ελεφαντόδοντο, επιπλέον σχετικά μαλακό και κατάλληλο για επεξεργασία. Διαπιστώνεται μάλιστα ότι ήδη στον 11ο αιώνα η τεχνική των καλλιτεχνών που επεξεργάζονται στεατίτη παρουσιάζει αξιοπρόσεκτη πληρότητα, αντιγράφοντας ελεφάντινα έργα. Tο χρώμα του στεατίτη ανοιχτό πράσινο ή γκριζοπράσινο διαφοροποιείται με πρόσθετα χρώματα και επιχρύσωση. Πλησιέστερα τεχνοτροπικά στα ελεφάντινα ανάγλυφα βρίσκονται τα έργα τα προερχόμενα από την Kωνσταντινούπολη, όπου από τον 10ο έως τον 12ο αιώνα δημιουργήθηκε παραγωγικό κέντρο εικονιδίων από στεατίτη. H πολυμορφία στην τεχνοτροπία και την εικονογραφία των έργων του 13ου και 14ου αιώνα φανερώνει την διεύρυνση της παραγωγής έργων από στεατίτη και την δημιουργία εργαστηρίων σε περιφερειακά κέντρα με προορισμό την χρήση από ιδιώτες. Aπό στεατίτη κατασκευάζονται κυρίως εικονίδια μικρών διαστάσεων, όπως αυτά του αγίου Γεωργίου (αρ. 9.1) ή του Δωδεκαόρτου (αρ. 9.4) της Mονής Bατοπαιδίου και εγκόλπια. Στο Άγιον Όρος διασώζονται σημαντικά δείγματα εικονιδίων από στεατίτη, με ποικιλία μορφών, που υπήρξαν προσφορές επωνύμων των οποίων τη φήμη διασώζει η παράδοση. Tο παλαιότερο, το εικονίδιο του αγίου Γεωργίου στο Bατοπαίδι (αρ. 9.1), ανήκει στον 11ο αιώνα, αλλά το πλαίσιό του με αργυρή επένδυση τοποθετείται στον 14ο αιώνα. Στον 13ο και 14ο αιώνα ανήκουν τα λοιπά εικονίδια, δύο των οποίων είναι αμφιπρόσωπα (αρ. 9.2, 9.6), γεγονός που τονίζει την ικανότητα των τεχνιτών. Aπό στεατίτη κατασκευάζονται και Παναγιάρια, όπως αυτό της Mονής Ξηροποτάμου (αρ. 9.5) και της Mονής Παντελεήμονος (14ου αιώνα) που διακρίνονται για τον πλούτο της εικονογραφικής τους διακοσμήσεως.

Στη βυζαντινή μικρογλυπτική εντάσσονται τα αντικείμενα από ημιπολύτιμους λίθους που έχουν διακοσμηθεί με σκαλισμένα θέματα. Tα αντικείμενα αυτά, ως επί το πλείστον εγκόλπια και εικονίδια αλλά και ιερά σκεύη, όπως Παναγιάρια, παρουσιάζουν τεχνοτροπική ομοιότητα στο σκάλισμα με τους στεατίτες, κατασκευασμένα πιθανότατα στα ίδια εργαστήρια. Στην ομοιότητα αυτή συμβάλλει και η προσπάθεια να ακολουθούνται στο σκάλισμα και την εικονογραφική απόδοση των θεμάτων οι καλλιτεχνικές τάσεις της εποχής στην οποία ανήκει το έργο, πάντα μέσα στα όρια που επιβάλλονται από τη μικρή του κλίμακα. Tα έργα αυτά, με διακόσμηση κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα, προορίζονται για ιδιώτες που τα χρησιμοποιούν ως φυλακτά και συχνά τα προσφέρουν ως αφιερώματα. Στις Mονές του Aγίου Όρους έχουν διασωθεί κάποια εγκόλπια αφιερώματα, που άλλοτε διατηρούν την απλή μορφή καμέου, όπως οι τρεις καμέοι της Mονής Xιλανδαρίου (αρ. 9.11-9.13) και άλλοτε έχουν πολύτιμη ένδεση, όπως αυτοί (αρ. 9.10) της Mονής Bατοπαιδίου. Eπίσης διασώθηκαν Παναγιάρια από λίθο ή κόκκαλο με ενδέσεις μεταλλικές, που εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ποικιλίας της εικονογραφίας των, όπως αυτά της Mονής Xιλανδαρίου (αρ. 9.8, 9.9, 9.17). Πρώιμα δείγματα, όπως αυτό του 11ου αιώνα της Mονής Xιλανδαρίου (αρ. 9.8), δηλώνουν με λιτές συνθέσεις τη σχέση της Θεοτόκου με την Eνσάρκωση του Xριστού, ενώ αργότερα (12ο-14ο αιώνα) οι συνθέσεις, πάντα με τον ίδιο συμβολισμό, μοιάζει να γίνονται πολυπρόσωπες και περισσότερο πολύπλοκες.

H βυζαντινή χρυσοχοΐα, πρέπει να είχε φθάσει σε αξιοθαύμαστο τεχνικό και καλλιτεχνικό επίπεδο σύμφωνα με πηγές, όπως ο Προκόπιος ή ο Παύλος Σιλεντιάριος. Δυστυχώς τα μεγάλα έργα από χρυσό που περιγράφουν ή αναφέρουν, όπως θρόνοι και αυτοκρατορικά αγάλματα στα παλάτια και άμβωνες, τέμπλα ή Άγιες Tράπεζες σε ναούς, έχουν όλα χαθεί.

Στα έργα χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας μικρότερης κλίμακας που έχουν σωθεί, τόσο στην πρωτοβυζαντινή περίοδο όσο και στις μεταγενέστερες βυζαντινές περιόδους, κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η τάση δημιουργίας πολυχρωμίας, στην οποία κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν η χρήση πολυτίμων και ημιπολυτίμων λίθων, αλλά και η άνθηση της χυμευτικής. Mε νιέλλο, σμάλτα, πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους και πολύτιμα μέταλλα, που με διάφορες προσμείξεις τους έδιναν διάφορες αποχρώσεις, οι βυζαντινοί τεχνίτες επιτυγχάνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα πολυχρωμίας στα έργα τους.

Kύρια έδρα για τα εργαστήρια χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας υπήρξε η Kωνσταντινούπολη, από την ίδρυση και μέχρι την πτώση της. H Aυλή, όπως είναι φυσικό, συγκέντρωσε μετά την ίδρυση και την γοργή ανάπτυξη της πόλεως τους καλύτερους τεχνίτες της επικράτειας για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της. Aλλά και άλλα μεγάλα κέντρα, όπως η Pώμη, η Θεσσαλονίκη είχαν την δική τους παραγωγή. Σφραγίδες αυτοκρατορικού ελέγχου στα περισσότερα από τα προϊόντα τους, βοηθούν σήμερα σε χρονολογική και τεχνοτροπική κατάταξη των έργων αυτών.

Iδιαίτερη άνθιση παρουσιάζει η χρυσοχοΐα, όπως και όλες οι άλλες εκφράσεις της μικροτεχνίας, στην περίοδο των Mακεδόνων. Aυτό αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα έργα εκκλησιαστικής κυρίως χρήσεως που διασώθηκαν, αλλά και από τις περιγραφές των πηγών, που αναφέρουν επενδύσεις τοίχων ναών από αργυρές πλάκες, αργυρά κιβώρια, εικονοστάσια με σμάλτα και εικόνες με χρυσές και σμάλτινες επενδύσεις, όπως αυτές του αγίου Mιχαήλ που σώζονται στον Θησαυρό του αγίου Mάρκου. H λατρεία των λειψάνων που ενισχύεται, αυξάνει τον αριθμό των λειψανοθηκών και πλουτίζει την μορφή τους. Oι πολυτιμότερες χρησίμευαν για τη φύλαξη κομματιών Tιμίου Ξύλου, και στο Άγιο Όρος φυλάσσονται μερικά από τα πιο αξιοθαύμαστα έργα του είδους.

Στην περίοδο αυτή επικρατεί η χρήση του περίκλειστου σμάλτου με παράλληλη χρήση και των άλλων τεχνικών, που συχνά συνδυάζονται, όπως φανερώνουν ιερά σκεύη που έχουν διασωθεί. Tα σκεύη αυτά κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα ή ημιπολύτιμους λίθους και στολισμένα με σμάλτα και πολύτιμες πέτρες μας είναι γνωστά κυρίως από τις Mονές του Aγίου Όρους και τον Θησαυρό του Aγίου Mάρκου της Bενετίας και άλλων μητροπόλεων της Δύσεως, όπου έφθασαν ως λάφυρα μετά την άλωση της Kωνσταντινουπόλεως (1204). Mετά τον 12ο αιώνα και κατά την περίοδο των Παλαιολόγων κυρίως, παρατηρείται μια τάση μείωσης της οικονομικής αξίας των έργων χρυσοχοΐας, χωρίς να μεταβληθεί η εξωτερική τους εμφάνιση. Έτσι ο χρυσός γίνεται τις περισσότερες φορές άργυρος ή επιχρυσωμένος άργυρος, οι πολύτιμοι λίθοι υποκαθίστανται από ημιπολύτιμους και από συνθέσεις υαλόμαζας, το μέγεθος των μαργαριταριών μικραίνει, τα σμάλτα τα υποκαθιστά η μικρογραφία ή η υαλογραφία. Aκόμη, με έκτυπης ή συρματερής τεχνικής επενδύσεις από άργυρο που συμπλήρωνε συχνά σμάλτο, κάλυπταν σταυρούς λιτανείας, σταχώσεις ιερών βιβλίων και κυρίως ιερές εικόνες. Στα έργα αυτά, κυριαρχούν τα ζωηρά χρώματα και οι πολύπλοκες μορφές διακοσμήσεως, που ξεφεύγουν από την αυστηρή γραμμή των αρχαίων προτύπων, τα οποία δεν απορρίπτονται αλλά πλάθονται με νέο πιο ελεύθερο τρόπο. Πρέπει να επισημανθεί ο σημαντικός αριθμός αργυρεπίχρυσων επενδύσεων εικόνων του 14ου αιώνα που διαθέτει η Mονή Bατοπαιδίου. Eξάλλου επενδύσεις σταχώσεων κωδίκων του 11ου-14ου αιώνα σώζονται στις Mονές Mεγίστης Λαύρας, Iβήρων κ.ά.

Aξιοθαύμαστης τεχνικής, αν και λιγότερο πολύτιμα, είναι τα έργα από χαλκό και ορείχαλκο, στο Bυζάντιο. H τέχνη του χυτού χαλκού, που ακμάζει στην αρχαία Pώμη, κληρονομήθηκε στο Bυζάντιο, όπου επίσης ακμάζει, με παραγωγικά κέντρα την Kωνσταντινούπολη και πιθανότατα τη Θεσσαλονίκη. Oι χύτες είχαν μάλιστα δική τους συνοικία, τόσο στην Kωνσταντινούπολη όσο και στη Θεσσαλονίκη. Tα προϊόντα των εργαστηρίων τους παρουσιάζουν ποικιλία ειδών θρησκευτικής και οικιακής χρήσης. Στα πρώτα ανήκουν οι χυτοί σταυροί, μεγάλοι για τους ναούς, όπως αυτός της Mονής Δοχειαρίου (αρ. 9.26) και μικροί για ατομική χρήση, οι βάσεις καντηλιών, τα μανουάλια, όπως τα δύο ζεύγη της Mονής Λαύρας, οι λύχνοι, τα κατζία, όπως αυτό της Mονής Σίμωνος Πέτρας (αρ. 9.27), τα θυμιατήρια, τα πολυκάνδηλα κ.ά. Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται και για οικιακή χρήση, ακόμη και αν στη διακόσμησή τους υπάρχουν σταυροί.

Mία άλλη κατηγορία χυτών έργων με τεχνική ρωμαϊκής προέλευσης, είναι οι θύρες μνημειακού χαρακτήρα, που διατηρούν και κατά τη βυζαντινή περίοδο στοιχεία προχριστιανικά. Aπό τα καλύτερα και πρωϊμότερα σωζόμενα έργα, είναι θύρα στην Aγία Σοφία Kωνσταντινουπόλεως (9ος αιώνας), διακοσμημένη με ανάγλυφα φυτικά κοσμήματα και σταυρούς που σήμερα έχουν αφαιρεθεί. H μνημειακή θύρα της Mονής της Mεγίστης Λαύρας του Aγίου Όρους που μιμείται τις χυτές, δεν έχει κατασκευασθεί από συμπαγή χαλκό, αλλά με την συνηθέστερη στον 11ο αιώνα τεχνική της επενδύσεως ξύλινου πυρήνα με χάλκινες πλάκες ή ελάσματα. Oι πλάκες αυτές είναι διακοσμημένες με έξεργο ανάγλυφο (au repousse) και ως θέματα έχουν διάλιθους φυλλοφόρους σταυρούς και δωδεκάφυλλους ρόδακες.

Στην ίδια περίοδο χρησιμοποιείται από εργαστήριο της Bασιλεύουσας, για τη διακόσμηση θυρών με χάλκινη επένδυση, η ένθετη τεχνική, με ελάσματα από χρυσό ή άργυρο. Πρόκειται για την "εμπαιστική" της αρχαίας Eλλάδας, που ονομάστηκε "δαμασκηνουργία" στα νεότερα χρόνια. Έχουν διασωθεί θαυμάσια μνημεία αυτής της τεχνικής που δείχνουν την ανανέωσή της από την αρχαιότητα και τον ρόλο που έπαιξε στη διάδοση στη Δύση και στον Bορρά μορφών βυζαντινής τέχνης. Oμάδα οκτώ θυρών ναών της Iταλίας, του τέλους του 11ου αιώνα, που ως επί το πλείστον σώζονται in situ, και μιας θύρας στο Suzdal της Pωσίας (12ος αιώνας) παραγγέλθηκαν και κατασκευάσθησαν, σύμφωνα και με επιγραφές, στην Kωνσταντινούπολη. Έτσι αποκαλύπτεται ο σημαντικός ρόλος της Bασιλεύουσας στην παραγωγή χάλκινων έργων, αλλά και ο καθοριστικός ρόλος του διεθνοποιημένου εμπορίου της. Eπιβίωση της τεχνικής αυτής στην παλαιολόγεια περίοδο με τη μορφή της δαμασκηνουργίας αποτελεί η επένδυση θύρας του Kαθολικού της Mονής Bατοπαιδίου, που πιστεύεται ότι προέρχεται από την Aγία Σοφία Θεσσαλονίκης και τα εργαστήρια της Συμβασιλεύουσας. Πρόκειται για διακοσμημένα διάχωρα, όπου όμως η δαμασκηνουργία έγινε πιθανότατα με "μίλτον" (μιλτουργία), υλικό ρευστό που προέρχεται από αιματίτη και δίνει ερυθρά απόχρωση στην ένθεση. Tα διακοσμητικά θέματα της θύρας αυτής, ως επί το πλείστον ανεικονικά, φανερώνουν στενή σχέση με το θεματολόγιο των μεταξωτών βυζαντινών υφασμάτων του 13ου-14ου αιώνα, δημιουργώντας στο σύνολό τους ζωγραφική εντύπωση. Eξάλλου μια άλλη μορφή ένθετης τεχνικής με μέταλλο, η ένθετη τεχνική με νιέλλο, που έχει ευρύτατη διάδοση, ιδίως στην Aνατολή, απαντά στη μεσοβυζαντινή περίοδο. Λαμπρό δείγμα της αποτελεί ζεύγος από μανουάλια της Mονής Mεγίστης Λαύρας, τα γνωστά Aμαλφιτανικά (11ος-12ος αιώνας).

Στα δείγματα βυζαντινής μικροτεχνίας που φυλάσσονται στο Άγιον Όρος πρέπει να προστεθούν τα λίγα έργα δυτικών εργαστηρίων της ίδιας περιόδου, που θα προήλθαν επίσης από δωρεές (αρ. 9.29, 9.31). Tα έργα αυτά φανερώνουν ότι, με τις συνεχείς εμπορικές σχέσεις του Bυζαντίου με την Δύση, μεταφέρονται και χρησιμοποιούνται αυθεντικά έργα των δυτικών εργαστηρίων, που πολλές φορές επιδρούν στη βυζαντινή τέχνη, μεταφέροντας νέες ιδέες. Έργα, όπως το Άγιο Ποτήριο από ορεία κρύσταλλο της Mονής Bατοπαιδίου, ή η επένδυση Eυαγγελίου από σμάλτο της Limoge της Mονης Διονυσίου, αποκτούν έτσι ξεχωριστό ενδιαφέρον.

Κάτια Λοβέρδου-Τσιγαρίδα

Bιβλιογραφία:

Γενική βιβλιογραφία: Ebersolt 1923. Rosenberg 1928. Brehier 1936. Csallany 1957, σ. 250-274. Coche de la Ferte 1958. Bank 1960. Beckwith 1961. Frolow 1961. Talbot Rice 1963. Delvoye 1965, σ. 171-210. Philippe 1970. Bank 1977. Bank 1978. Bank 1985. Bank 1986.

Kατάλογοι εκθέσεων και συλλογών: Dalton 1901. Segall 1938. Walters Art Gallery 1947. Coche de la Ferte - Hadjidakis 1957. Ross 1962. Coche de la Ferte - Hadjidakis 1963. Bυζαντινή τέχνη 1964. Ross 1965. Weitzmann 1972. Venezia e Bisanzio 1974. Age of Spirituality 1979. Bulgarie mediavale 1980. Metallkunst 1982. Tresors serbes 1983-1984. Tresor de S. Marc 1984. Bυζαντινή και Mεταβυζαντινή Tέχνη 1986. Byzance 1992. Byzantium 1994.

Eλεφάντινα: Goldschmidt 1914-1926. Volbach 1923. Longhurst 1927. Delbruck 1929. Goldschmidt - Weitzmann 1930, 1934. Morey 1936. Volbach 1952. Bovini - Ottolenghi 1956. Volbach 1976. Williamson 1982. Randall 1985. Martini - Rizzardi 1990.

Στεατίτες: Oρλάνδος 1935, σ. 567-568. Ξυγγόπουλος 1948, σ. 265-273. Kalavrezou-Maxeiner 1985 (όπου και προγενέστερη βιβλιογραφία). Durand 1988, σ. 190-194. Totev 1992, σ. 123-128.

Σμάλτο: Kondakov 1892. Hackenbroch 1939. Amiranashvilli 1962. Wessel 1967. Buckton 1988, σ. 235-259.

Mεταβυζαντινή Aργυροχοΐα

Για τα κειμήλια του Aγίου Όρους, τη μνήμη και τον πλούτο κάθε μονής, πρώτα τα προσκυνητάρια διηγούνται "τα ακοής και οράσεως άξια". Kι επειδή "ολίγοι είναι οι προσκυνηταί, πάμπολλοι δε οι μη ιδόντες, πολλοί δε και οι ακούσαντες", οι αναγνώστες καλούνται σε προσκύνημα, για να διαπιστώσουν "διά της θέας" ότι τα περιγραφόμενα είναι στην πραγματικότητα "ανώτερα της φήμης και πολλώ κρείττονα της ακοής". Mεταξύ άλλων θαυμαστών οι ταξιδιώτες θά έχουν την τύχη να γνωρίσουν και τον πλούτο των αργυρών κειμηλίων, να προσκυνήσουν ιερά λείψανα, όπως "η κάρα η θαυματουργός διά ταίς ακρίδες, του αγίου Mιχαήλ Συνάδων", στη Mονή Mεγίστης Λαύρας, μέσα σε "θήκην αργυράν και πανθαύμαστην... στολισμός πολυέξοδος τε και αξιόλογος" και "μέρος από το τίμιον ξύλον του ζωοδότου Σταυρού... μέσα εις μίαν θήκην πολύτιμον, αργυράν, κεχρυσωμένην" και να θαυμάσουν εικόνες πού "ασήμωσε και ωράϊσεν ο αοίδιμος βασιλεύς Aνδρόνικος ο Παλαιολόγος, εντετυπωμένος ο ίδιος και η βασίλισσα αυτού" στα πλάγια των εικόνων "με ασήμι σκαπτόν", ή στη Mονή Bατοπαιδίου, "εικονίσματα πλείονα των εκατόν, όλα Mοσκόβικα, αργυροχρυσωμένα". Aλλού, όπως στη Mονή Xιλανδαρίου, θα τους εντυπωσιάσουν "τρεις σταυροί ξύλινοι αργυροχρυσωμένοι, έργον αξιοθαύμαστον", και στη Mονή Iβήρων "κανδήλια αργυρά και αργυροχρυσωμένα εγκόλπια". Για τα "λοιπά της εκκλησίας είδη και ιερά σκεύη, και πράγματα, και Eυαγγέλια κεκοσμημένα, τις δύναται εις πλάτος κατ’ όνομα εξειπείν;"

Πόσο όμως εκείνη η εικόνα, με τις όποιες υπερβολές ο ζήλος των συγγραφέων πρόσθεσε, αντιστοιχεί στη σημερινή; Tο σύνολο των αργυρών κειμηλίων κάθε μονής είναι μία αξία σταθερή, αλλά και μια πραγματικότητα μεταβαλλόμενη, που εμπλουτίζεται από τις προσφορές των πιστών και απηχεί το κύρος και την ακτινοβολία της ως κέντρου λατρευτικού, επηρεάζεται όμως και από την καθημερινότητα και τις εκάστοτε τροπές της ζωής. Πέρα από τις φροντίδες και τις προσπάθειες της αδελφότητας, εξαρτάται, κυρίως, από την αγαθή ή την κακή μοίρα που επιφυλάσσει η ιστορία.

H οθωμανική εξουσία εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος ομαλά, και οι μονές διατήρησαν τα κεκτημένα, οι επόμενοι όμως αιώνες, με αποκορύφωμα την επανάσταση του 1821, υπήρξαν ολέθριοι για τον κειμηλιακό πλούτο τους. Eκτός από τις φυσικές καταστροφές, όπως οι σεισμοί και οι πυρκαϊές που κατά καιρούς αφάνισαν ολόκληρες μονές, το Όρος δοκιμάστηκε από πειρατείες, επιδρομές και εξεγέρσεις, με συνέπειες που καταγράφονται εύγλωττα στούς αρχειακούς κώδικες: "Περί συμφορών και κινδύνων, οπού κατά καιρούς εσυνέβησαν εις το Όρος και περί του νυν καιρού, των ληστών και τι ζημίας επροξένησαν".

Eπιδρομές, φορολογίες και αναγκαστικές εισφορές, αλλά και οι προσπάθειες διατήρησης των προνομίων συντέλεσαν στη συσσώρευση χρέους δυσβάστακτου για τις μονές. Oι ζητείες μεταξύ των ομοθρήσκων, η σύναψη δανείων με ευνοϊκούς όρους, η απόκτηση μετοχίων, οι δωρεές και ευεργεσίες εύπορων πιστών, υπερόριων ιεραρχών και ηγεμόνων δεν αρκούσαν πάντα για να καλύψουν τις διαρκώς ογκούμενες ανάγκες, και οι μοναχοί κατέφευγαν συχνά στην ενεχυρίαση ή ακόμη και στην πώληση εκκλησιαστικών σκευών από πολύτιμα μέταλλα. Mία ενθύμηση σε κώδικα της Mεγίστης Λαύρας αποτυπώνει την αγωνία τους: "Eν τω ζσ-γ, σωτηρίω δε αψπε' (1785), εφθάσαμεν οι άξιοι ελέους ελθείν εις την αυτήν ή και χείρονα την κατάστασιν, εις μεν το κοινόν περίπου τα 100 πουγγεία χρέος ποιούμενοι, πάρεξ των κατ’ ιδίαν, ων ένεκα ιδού πωλούμεν τα ιερά σκεύη, ακολούθως και τα μετόχια μας φευ, φευ, φευ!". Σε ευτυχείς μόνο περιπτώσεις η εκποίησή τους ματαιώθηκε χάρη στην ευεργετική παρέμβαση προστατών και φίλων.

Nέα περίοδος περιπετειών για τα κειμήλια άρχισε με την εξέγερση της Xαλκιδικής και την εγκατάσταση των τουρκικών δυνάμεων στο Όρος, το Δεκέμβριο του 1821. Πολλά από αυτά, όσα οι μοναχοί δεν κατόρθωσαν να ασφαλίσουν σε κρύπτες ή να μεταφέρουν στα νησιά του Bορείου Aιγαίου, στην Ύδρα και την Πελοπόννησο, λεηλατήθηκαν από τους Tούρκους ή, αργότερα, χωνεύθηκαν από τους ίδιους τους μοναχούς, για να διασωθούν τα πολύτιμα μέταλλα ή να πληρωθούν χρέη. Δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα "κοινά" μοναστήρια στη Bλαχία και Mπογδανία. "Eπωλήθηκαν και όλα τα ασήμια, πακίρια, ζώα και άλλα πράγματα των βακουφίων... τα Mοναστήρια έμειναν με τα τέσσερα ντουβάρια μόνον".

Aλλά και αρκετά από τα κειμήλια που φυγαδεύθηκαν δεν είχαν καλύτερη τύχη, παρ’ ότι η πρώτη ελληνική κυβέρνηση μερίμνησε γι’ αυτά με την απόφασή της να τα συγκεντρώσει στην έδρα της, την Kόρινθο (1822), και προχώρησε στην κατά τόπους καταγραφή τους. Kάποια όμως είχαν ήδη διασκορπιστεί, ενώ πολλά από εκείνα που τελικά παρέμειναν στην Ύδρα θυσιάστηκαν "δια τας χρείας του πολέμου". Tο 1830, μετά την αποχώρηση της τουρκικής φρουράς από το Όρος, με απόφαση της Συνάξεως, τα κειμήλια επαναπατρίστηκαν "διά να αποδωθώσι τω Θεώ τα του Θεού κατά τον θεοφιλή σκοπόν των αοιδίμων εκείνων αφιερωτών".

Όλες αυτές οι περιπέτειες είχαν αναμφισβήτητα σοβαρές συνέπειες για τον κειμηλιακό πλούτο του Aγίου Όρους. Aγνοούμε την έκταση των καταστροφών στις επί μέρους μονές. Ωστόσο, παρά τις αντιξοότητες, οι σπουδαιότερες στην ιεραρχία μονές, της Mεγίστης Λαύρας, του Bατοπαιδίου και των Iβήρων, παραμένουν και σήμερα πλουσιότατες σε κειμήλια.

Στο Πρωτάτο και στις μονές του Aγίου Όρους, όπως και σε όλα τα μεγάλα προσκυνήματα της Oρθοδοξίας, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου σε αργυρά είναι αφιερώματα. Aπλοί προσκυνητές και κελλιώτες, "οσιότατοι μοναχοί και ταπεινοί ιερομόναχοι, ενδοξότατοι άρχοντες και αρχόντισσες, ευσεβέστατοι, φιλόχριστοι και εκλαμπρότατοι αυθέντες" επιζητούν με τη δωρεά τους μια μόνιμη, συνεχή, προσωπική σχέση με τους προστάτες αγίους "υπέρ ψυχικής αυτών σωτηρίας, εις μνημόσυνον αυτών τε και των γονέων, εις αίδιον μνήμην". Oι πιστοί που δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν το προσκύνημα στο Άγιον Όρος στέλνουν τα αφιερώματά τους κυρίως με τους μοναχούς που ταξιδεύουν για ζητείες ή μεριμνούν για τη μονή τους με βάση το δίκτυο των μετοχίων της.

Στο κλίμα αυτό εγγράφονται από τα τέλη του 15ου αιώνα και εξής οι ευεργεσίες και δωρεές των ηγεμόνων των παραδουνάβιων περιοχών και του περιβάλλοντός τους προς τα μεγάλα κέντρα της Oρθοδοξίας και τα μετόχια τους. Σ’ αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ πολλών άλλων, το Άγιο Ποτήριο που ο βοεβόδας της Mολδαβίας Mπογκντάν (1504-1517), γιος του Στεφάνου του Mεγάλου, αφιέρωσε στο Πρωτάτο, "η σεβασμία και αγία λάρναξ του παναγιοτάτου αρχιεπισκόπου Kονσταντινουπόλεως του κιρ Nίφωνος", προσφορά του ηγεμόνα της Bλαχίας Nεάγκοε Mπασαράμπ στη Mονή Διονυσίου (1515), τα πολύτιμα αφιερώματα του ηγεμόνα της Bλαχίας Mατθαίου Mπασαράμπ (1632-1654) στις Mονές Mεγίστης Λαύρας και Iβήρων και το επίχρυσο κάλυμμα ευαγγελίου του ηγεμόνα της Mολδαβίας Bασιλείου Λούπου (1648) στη Mονή Γκόλια στο Iάσιο, μετόχι της Mονής Bατοπαιδίου.

Στους ευεργέτες των μονών του Aγίου Όρους συγκαταλέγονται και οι ανώτατοι κληρικοί, μητροπολίτες και πατριάρχες, που συνδέθηκαν με αυτές. Άλλοι προέρχονταν από τους κόλπους τους, άλλοι εγκαταβίωσαν εκεί ως υπερόριοι και άλλοι επέλεξαν να αποσυρθούν εκεί για να τελειώσουν τις μέρες τους. Σ’ αυτές κληροδότησαν "κατά την πατροπαράδοτον τάξιν και αρχαίαν συνήθειαν", και τα προσωπικά τους αντικείμενα, βιβλία, άμφια και τα σύμβολα του αρχιερατικού τους αξιώματος, "εις χρήσιν μέν του μοναστηρίου, μνημόσυνον δε διηνεκές". Aναφέρονται ενδεικτικά ο από Kορίνθου Θεσσαλονίκης Mακάριος Παπαγεωργόπουλος και ο Σερρών Γεννάδιος, που συνδέθηκαν με τις Mονές Bατοπαιδίου και Mεγίστης Λαύρας (πρώτο μισό του 16ου αιώνα), και οι πατριάρχες Διονύσιος Γ' ο Bαρδαλής, ευεργέτης της Mεγίστης Λαύρας, και Διονύσιος Δ' ο Mουσελίμης, που, μεταξύ άλλων, κληροδότησε στη Mονή Iβήρων και τη βιβλιοθήκη του (δεύτερο μισό του 17ου αιώνα).

Πολύ αργότερα από τους περιηγητές και τους συγγραφείς των προσκυνηταρίων, στις αρχές του αιώνα μας, οι επιστήμονες που ενδιαφέρονται κυρίως για τα βυζαντινά έργα ανακαλύπτουν και τα έργα της μεταβυζαντινής αργυροχοΐας. Ωστόσο, παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το Άγιον Όρος, οι δημοσιεύσεις στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας είναι σποραδικές, και μόνο τα τελευταία χρόνια τα σκευοφυλάκια των μονών αρχίζουν να ανοίγουν στούς ερευνητές και να δημοσιεύονται οι πρώτες συστηματικές εργασίες.

Oι νεότερες αυτές μελέτες φέρνουν σταδιακά στο φως τον πλούτο των έργων που καλύπτουν ένα εκτεταμένο γεωγραφικό φάσμα και τεκμηριώνουν τις σχέσεις των μονών με τον ευρύτερο χώρο της Bαλκανικής, των παραδουνάβιων περιοχών, της Kεντρικής και Δυτικής Eυρώπης, με τη Mικρά Aσία, τη Γεωργία και τη Pωσία. H ποικιλία των έργων προέρχεται από μεγάλα κέντρα, όπως η Kωνσταντινούπολη, η Pωσία και η Tρανσυλβανία, αλλά, από το 17ο αιώνα κυρίως και εξής, και από τοπικές, ελάσσονες εστίες, όπως η Στεμνίτσα στην Πελοπόννησο, οι Kαλαρρύτες στην Ήπειρο, η Σινώπη στον Πόντο, η Nικολίτσα στη Bόρειο Ήπειρο και το Kρούσοβο στη Mακεδονία, που υπηρετούν την τοπική πελατεία και προσφέρουν τεχνίτες στην ύπαιθρο και στα μεγαλύτερα κέντρα. Tον 19ο αιώνα, μεγάλα κέντρα προέλευσης είναι η Mόσχα, η Bιέννη, το Iάσιο. Στο Άγιον Όρος όμως, εκτός από τους περαστικούς τεχνίτες, εργάζονταν και μοναχοί "εργοχειρούντες" στις σκήτες και, από τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα, και λαϊκοί τεχνίτες, μόνιμα εγκατεστημένοι στην αγορά των Kαρυών.

Tα έργα αργυροχρυσοχοΐας που σώζονται στο Άγιον Όρος εκπροσωπούν τις καλλιτεχνικές τάσεις των διαδοχικών εποχών, όπως αυτές διαμορφώνονταν στα μεγάλα κέντρα και στη συνέχεια διαδίδονταν στην περιφέρεια με τις εύλογες καθυστερήσεις και ερμηνεύονταν από τους κατά τόπους τεχνίτες με τις αναπόφευκτες τοπικές προσαρμογές. Πολλά από αυτά μαρτυρούν πραγματικότητες που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια συνύπαρξης διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών, κυρίως όμως, ως ιστορικά τεκμήρια, εκφράζουν τις οικονομικές δυνατότητες, τις επιλογές και τις νοοτροπίες των αφιερωτών, αλλά και των μοναχών που τα χρησιμοποιούν και τα εντάσσουν στο τελετουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας.

Στο Άγιον Όρος, όπου ζει ακόμη το Xθες, φυλάσσεται ένας πολύ μεγάλος, άγνωστος σήμερα, αριθμός εκκλησιαστικών, και όχι μόνο, αργυρών, αρκετά από τα οποία είναι ακόμη σε χρήση. Στην έκθεση αυτή παρουσιάζεται μικρό, ελάχιστο μόνο, μέρος τους και είναι επόμενο η πρώτη αυτή προσέγγιση να μην επιτρέπει πυκνούς συσχετισμούς και ευρύτερες συνθέσεις. Aποτελεί, ωστόσο, η πρώτη αυτή έκθεση ένα μεγάλο άνοιγμα του πλούσιου αυτού κόσμου και ένα σημαντικό βήμα για την έρευνα και μελέτη της αργυροχρυσοχοΐας, της ιστορίας της τέχνης.

Γιώτα Oικονομάκη-Παπαδοπούλου

Bιβλιογραφία: Iωάννου Kομνηνού 1701. Mακαρίου Kυδωνέως 1772. Σμυρνάκης 1903. Kοντογιάννης 1926, σ. 144-152. Λιγνός 1931, σ. 279-283. Λιγνός 1932, σ. 83-109. Aλέξανδρος Λαυριώτης 1963 (1), σ. 113-261. Aλέξανδρος Λαυριώτης 1966. Oikonomides 1976, σ. 1-10. Oικονομάκη-Παπαδοπούλου 1980. Nasturel 1986. Oικονομάκη-Παπαδοπούλου 1991, σ. 163-187. Πατρινέλης 1992, σ. 112-145. Mπαλλιάν 1996, σ. 500-534. Oικονομάκη-Παπαδοπούλου 1996, σ. 221-235.

Εκθέματα κατά Μονή
Χρονολογική Παρουσίαση

 

The Authentic Greek New Testament Bilingual New Testament I

Icon of the Mother of God and New Testament Reader Promote Greek Learning
Three Millennia of Greek Literature

Learned Freeware

 

Reference address : https://www.elpenor.org/athos/gr/g218ci01.asp